- ἀνεπήδησεν
- ἀναπηδάωleap upaor ind act 3rd sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενθουσιώ — ἐνθουσιῶ, άω (Α) ενθουσιάζω, κατέχομαι από ενθουσιασμό («ἀνεπήδησεν ἐπὶ τὸν ἵππον ὥσπερ ἐνθουσιῶν», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ενθουσιάζω. Ο τ. ενθουσιάω ( ώ) κατά τα ρήματα σε ιάω τα δηλωτικά πάθους ή ασθένειας] … Dictionary of Greek